- αληθής
- Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής.
(Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς:
α. άξονας περιστροφής της Γης. Ο άξονας περιστροφής της Γης που αντιδιαστέλλεται από τον μέσο πόλο.
αληθές εαρινό σημείο. Το σημείο τομής του ουράνιου ισημερινού με την εκλειπτική. Η θέση αυτή της ουράνιας σφαίρας, διορθωμένη από την επίδραση της μετάπτωσης και της κλόνισης, συμβολίζεται με το γράμμα γ, ενώ το διαμετρικά αντίθετο σημείο της ουράνιας σφαίρας (α. φθινοπωρινό σημείο) συμβολίζεται με γ’.
α. εκλειπτική. H θέση της εκλειπτικής στην ουράνια σφαίρα, που έχει βρεθεί μετά τις διορθώσεις από την επίδραση της μετάπτωσης των ισημεριών και την κλόνιση του άξονα της Γης.
αληθές ζενίθ ή αστρονομικό ζενίθ ή απλώς ζενίθ. Το σημείο τομής της ουράνιας σφαίρας με τη νοητή προέκταση της κατακορύφου ενός τόπου.
α. ηλιακός χρόνος. Ονομάζεται, για κάποιο συγκεκριμένο τόπο σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η ωριαία γωνία του κέντρου του ηλιακού δίσκου (α. ήλιου, βλ. παρακάτω) στις δεδομένες τοπικές και χρονικές συντεταγμένες.
α. ήλιος. Ο πραγματικός ήλιος πάνω στην πραγματική τροχιά που διανύει, σε αντιδιαστολή με τον μέσο ή πλαστό ήλιο, που θεωρείται ότι κινείται από τη δύση προς την ανατολή. Με βάση τον τελευταίο προσδιορίζεται ο χρόνος, που αρχίζει τα μεσάνυχτα και μετριέται σε ώρες (από 0 έως 24).
α. ημέρα. Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο διαδοχικές μεσουρανήσεις του α. ήλιου.
α. κίνηση των ουράνιων σωμάτων. H πραγματική κίνησή τους σε αντιδιαστολή με τη φαινομενική.
α. μεσημβρία. H στιγμή κατά την οποία το κέντρο του δίσκου του α. ήλιου μεσουρανεί πάνω, δηλαδή βρίσκεται στην τομή του μεσημβρινού του τόπου με την ουράνια σφαίρα.
αληθές μεσονύκτιο. H στιγμή κατά την οποία το κέντρο του α. ήλιου μεσουρανεί κάτω, περνάει δηλαδή από τον μεσημβρινό που είναι διαμετρικά αντίθετος προς το μεσημβρινό ενός τόπου.
α. πανσέληνος. H στιγμή κατά την οποία το μήκος της Σελήνης διαφέρει κατά 180° από το μήκος του Ηλίου, οπότε το στραμμένο προς τη Γη ημισφαίριό της φωτίζεται ολόκληρο.
α. περιστροφή των ουρανίων σωμάτων. Η αστρική περιστροφή σε αντιδιαστολή με τη συνοδική ή φαινομενική.
αληθείς συντεταγμένες ή αληθείς θέσεις. Οι συντεταγμένες των ουρανίων σωμάτων μετά τη διόρθωσή τους από την επίδραση της μετάπτωσης και της κλόνισης.
* * *-ές (Α ἀληθής)1. ο μη κρυφός, φανερός, ακριβής, αψευδής, ορθός, σύμφωνος με τα πράγματα2. (για πρόσωπα) αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης3. (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με ειλικρίνεια, ο αληθινός4. (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, γνήσιος, αυθεντικός5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀληθέςη αλήθεια6. επίρρ. ἀληθῶςπραγματικά, ειλικρινάαρχ.1. αυτός που δεν ξεχνά, επιμελής, προσεχτικός2. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται3. (το ουδέτερο ως επίρρημα ειρωνικά) ἄληθεςπραγματικά, αλήθεια4. (το επίρρ. με το ὡς για επίταση) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν είναι δυνατό να κρυφτεί», «πραγματικός» σε αντίθεση με το επίθ. ψευδής. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη σημασία «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», επομένως «φιλαλήθης». Από το επίθ. ἀληθὴς προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀλήθεια, που σημαίνει κυριολεκτικά «κατάσταση στην οποία τίποτε δεν είναι κρυφό», επομένως «πραγματική κατάσταση» —σε αντίθεση με το ψεῦδος— και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «ειλικρίνεια». Η λ. αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη φιλοσοφία, όπου συνήθως δηλώνει «κατάσταση γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε αντίθεση με τη λήθη. Ετυμολογικά το επίθ. ἀληθής, που αντικατέστησε τη λ. ἐτεός, θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. ἀ- στερητ. και β' το ουσ. λῆθος (δωρικά λᾶθος) ή λήθη «λησμονιά», χωρίς να αποκλείεται η απευθείας σύνδεση τού επιθ. με το ρ. λήθω)* (παράλληλος τ. τού ρ. λανθάνω).ΠΑΡ. αλήθεια, αληθεύω, αληθινόςαρχ.ἀληθίζομαιμσν.ἀληθικός.ΣΥΝΘ. αληθογνωσία. αληθοποιώαρχ.ἀληθόμαντις, άληθόμυθος, ἀληθορκώ, ἀληθουργήςμσν.ἀληθοσοφίανεοελλ.αληθομανής, αληθοφανής, αληθοφοβία, αναλήθης, φιλαλήθης].
Dictionary of Greek. 2013.